- αγρός
- Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3-10) οι αρχιερείς με τα 30 αργύρια που o Ιούδας επέστρεψε μετά τη μεταμέλειά του για την προδοσία του Ιησού. Την ονομασία του οφείλει στο γεγονός ότι το ποσό με το οποίο αγοράστηκε «τιμή αίματος έστι», όπως γράφει o Ματθαίος. Κατά την παράδοση, ο α. αυτός βρίσκεται κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Ονουφρίου και το χώμα του διέλυε τα πτώματα σε 24 ώρες. Λέγεται ότι η αγία Ελένη μετέφερε χώμα από τον αγρό αυτό στη Ρώμη για το εκεί νεκροταφείο.δημόσιος α. Στην αρχαία Ρώμη έτσι ονομάζονταν τα δημόσια κτήματα, που τα αποτελούσαν εδάφη κατακτημένων χωρών. Έπειτα από κάθε νέα εδαφική κατάκτηση, ένα μέρος της, συνήθως το 1/3, πήγαινε στο κράτος. Το μεγαλύτερο μέρος του αφηνόταν στους παλιούς ιδιοκτήτες, αλλά με πληρωμή ενοικίου, και το υπόλοιπο δινόταν σε πολίτες ή αποίκους, ή πουλιόταν. Παρότι οι πληβείοι είχαν τυπικά το δικαίωμα να μετέχουν στη διανομή του ager publicus, συνήθως οι πατρίκιοι τον μοιράζονταν στην πράξη μεταξύ τους και μάλιστα χωρίς πληρωμή ενοικίου ή αποζημίωσης. Ακόμη κι o νόμος του Γάιου Λικίνιου Στόλου (377 π.Χ.), που περιόριζε τις ιδιοκτησίες σε 500 εκτάρια για κάθε άτομο και διέτασσε τη διανομή των υπολοίπων, δεν εφαρμόστηκε. Ο Τιβέριος Γράκχος πρόσθεσε 250 εκτάρια για κάθε γιο, αλλά και πάλι οι ευγενείς κατόρθωσαν να αποκλείσουν τους φτωχότερους, και αυτό υπήρξε μια από τις κυριότερες αιτίες του αγροτικού κινήματος των αδελφών Γράκχων. Στην αυτοκρατορία δεν είχε μείνει παρά ελάχιστος ager publicus στην Ιταλία, και σιγά-σιγά τα κτήματα αυτά, όπως και όσα υπήρχαν στις επαρχίες, έγιναν αυτοκρατορική περιουσία.
«Αγρός την άνοιξη», πίνακας του Γάλλου ζωγράφου Σαρλ Φρανσουά Ντομπινί (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).Εργασία στους αγρούς, σε μικρογραφία από Ευαγγέλιο του 11ου αι. (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι).
Εργασία στους αγρούς, σε μικρογραφία από Ευαγγέλιο του 11ου αι. (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι).
«Οι σταχομαζώχτρες», πίνακας του Ζ.Φ. Μιλέ.
* * *ο (Α ἀγρός)1. έκταση γης προς καλλιέργεια ετήσιων φυτών και μάλιστα δημητριακών (στους αρχ. συνήθως στον πληθ.)2. στον πληθ. οι αγροίεκτάσεις γης έξω από την πόλη, η εξοχή σε αντίθεση προς την πόλη (στους αρχ. και στον εν.)με την ίδια σημασία απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή, στο τοπωνύμιο Λούσιος αγρός, δηλ. «περιοχή στους Λουσούς» (a-ko-ro)νεοελλ.παροιμ. φρ. «ἀγρὸν ἠγόρασε», γι’ αυτόν που αδιαφορεί εντελώς για κάτι (η φρ. από την Καινή Διαθήκη, Λουκάς ιδ΄, 18).[ΕΤΥΜΟΛ. Συγγενές με το σανσκρ. ajra-, το λατ. ager (= αγρός), πιθανότατα από επαυξημένη ρίζα τού ἄγω.ΠΑΡ. αγρότηςαρχ.ἀγρεῖος, ἀγριώτης, ἀγρόθεν, ἀγρόνδε, ἀγρότερος (Ι), ἀγροτήρ, ἀγρωστήρ, ἀγρώστης, ἄγρωστις, ἀγρώτηςνεοελλ.άγρωστη.ΣΥΝΘ. ἀγροκήπιον, ἀγρόκηπος, ἀγροκόμος, ἀγρονόμος (Ι)αρχ.ἀγροβότης, ἀγρογείτων, ἀγροδίαιτος, ἀγρομενής, ἀγρόνομος, ἀγρονόμος (ΙΙ)νεοελλ.αγροβιολόγος, αγροδεσπότης, αγροδικείο, αγροδότης, αγροζημία, αγροζημιωτής, αγροκαλλιέργεια, αγροκατοικία, αγροκλοπή, αγρόκτημα, αγρολήπτης, αγροληψία, αγρομετεωρολογία, αγρομέτρης, αγρομίσθωμα, αγρομίσθωση, αγρόπολη, αγρόσκυλος, αγροφάγος, αγροφθορά, αγροφύλακας].
Dictionary of Greek. 2013.